Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

Πέμπτη 9 Ιουνίου 2011


η παραβολή του βασιλιά και της πόρνης

Απόλυτη ησυχία επικρατούσε στο βασίλειο. Ο βασιλιάς, όπως κάθε νύχτα, δούλευε μόνος. 
Στη διάρκεια της ημέρας εκείνος μιλούσε με τους συμβούλους του, δεχόταν διακεκριμένους υπηκόους, ασχολιόταν με κάθε οργανωτικό ζήτημα που απαιτούσε τη δική του προσωπική μέριμνα, εν ολίγοις έκανε ό,τι κάνει ένας βασιλιάς κι έπειτα, αναπαυόταν λίγες ώρες. Γιατί τις περισσότερες νύχτες ο βασιλιάς έμενε άυπνος, συλλογιζόταν ό,τι είχε γίνει την προηγουμένη, σκεπτόμενος τα σοβαρά θέματα του βασιλείου. Και τις μικρές πια ώρες, βουτηγμένος στη σιωπή, μόνος κατάμονος, έπαιρνε τις πιο σημαντικές αποφάσεις για τη χώρα του.

Σπανίως πήγαινε ο βασιλιάς για ύπνο πριν λαλήσει ο πετεινός του παλατιού. Ήταν άλλωστε νέος κι άντεχε να εργάζεται σκληρά. Η μόνη διασκέδασή του είχε πάλι σχέση με το βασίλειό του και το ρόλο του μέσα σ ’αυτό. Κάθε τόσο εκείνος απαρνιόταν το στέμμα και το μανδύα του και φορούσε λαϊκά ρούχα. Έβγαινε έτσι απλά ντυμένος και χανόταν στο σκοτάδι. Συναναστρεφόταν τότε ανθρώπους της νύχτας και, κρατώντας κρυφή την πραγματική του ταυτότητα, μάθαινε απ’ αυτούς τη σκοτεινή πλευρά του βασιλείου και λεπτομέρειες της απλής ζωής, που βέβαια κανένας μυστικοσύμβουλος δεν του μαντάτευε ποτέ. Ο βασιλιάς όμως δε γνώριζε τι ακριβώς έψαχνε αυτές τις νύχτες. 
Νόμιζε πως έτσι εκτελούσε απλώς τα καθήκοντά του με τον καλύτερο δυνατό τρόπο. 
Γιατί αυτός ο ακούραστος βασιλιάς ήταν εν τέλει ο πιο αφοσιωμένος υπηρέτης του λαού του.

Μια τέτοια νύχτα, ο βασιλιάς εγκατέλειψε πάλι τ’ ανάκτορα και εξαφανίστηκε πεζός στα λιθόστρωτα έξω από την πύλη. Σε μια γωνιά, πολύ μακριά απ’ το παλάτι, είδε να στέκει στο ημίφως του δρόμου μια γυναίκα. Δεν ήταν καμιά εντυπωσιακή παρουσία, ούτε στην πρώτη της νιότη, είχε όμως διαπεραστικό βλέμμα και πολύ μακριά μαλλιά. Ο βασιλιάς αμέσως κατάλαβε πως η γυναίκα ήταν πόρνη. Τι δουλειά άλλωστε θα είχε μια έντιμη γυναίκα τέτοια ώρα στους δρόμους; Τον παραξένεψε όμως η αγέρωχη στάση, το περήφανο τίναγμα της χαίτης και η φινέτσα στις κινήσεις της. Αποφάσισε να σταθεί και να της μιλήσει.

Η πόρνη που γνώριζε καλύτερα από κάθε άλλη γυναίκα του βασιλείου τα όρια της ανδρικής ευφυΐας, είχε γίνει πόρνη πολύ νέα, χωρίς να επιχειρήσει προηγουμένως κανένα άλλο επάγγελμα. 
Σε αντίθεση με τις άλλες πόρνες, αυτή δε ντρεπόταν να πει πως διάλεξε το αρχαιότερο επάγγελμα όχι επειδή κακόπεσε αφότου την ξεγέλασε κάποιος αγαπητικός, αλλά επειδή έτσι υποκατέστησε το ανεκπλήρωτο όνειρό της.

Αυτό που η καρδιά της γυναίκας ποθούσε από μικρή ήταν ο έρωτας, στην καθαρή του μορφή, απαλλαγμένος από μικρότητες, συμφέροντα και ψυχαναγκασμούς. Προικισμένη καθώς ήταν μ’ ένα μυαλό ευρυγώνιο, κατέληξε σε πολύ νεαρή ηλικία πως η ιδέα του έρωτα είναι μια χίμαιρα και η πόρνη αποφάσισε έκτοτε να αρκεστεί στη σαρκική απόλαυση που έφερε τ’ όνομά του. 
Θα χρέωνε όμως πλέον τη συντροφιά της, χωρίς ποτέ να τάζει περισσότερα απ’ όσα ήταν διατεθειμένη να προσφέρει και χωρίς ποτέ να υπόσχεται πως θα υποδυόταν στο μέλλον ρόλους για τους οποίους εκείνη δεν ήτανε πλασμένη.

Η πορνεία θεωρούσε πως της ταίριαζε περισσότερο από οτιδήποτε άλλο, πως αυτή μόνο -σε αντίθεση με ό,τι πίστευε ο κόσμος, για τη γνώμη του οποίου έτσι κι αλλιώς αδιαφορούσε- εξασφάλιζε την αξιοπρέπειά της. Ως πόρνη μπορούσε να υπενθυμίζει στον εαυτό της την ανυπαρξία του ιδεατού έρωτα, να χαίρεται ελεύθερα το ζευγάρωμα, να παραμένει στο περιθώριο της κοινωνίας, που είναι βέβαια το μόνο σημείο όπου η νεότητα μπορεί να παραταθεί, και κυρίως να μην υποταχθεί ποτέ σε κανέναν άνδρα, μιας και δε θεωρούσε κανέναν άξιο να της επιβληθεί.

Τα χρόνια πέρασαν κι η πόρνη, σχετικά νέα ακόμη, πληρωνόταν πια αδρά για τις υπηρεσίες της. Ζούσε έτσι πλουσιοπάροχα και φρόντιζε επιμελώς όχι μόνο το σώμα αλλά και το πνεύμα της. Στους πελάτες της, που κατά βάση εκείνη επέλεγε κι όχι τ’ αντίστροφο, συγκαταλέγονταν ρωμαλέοι νέοι, άνθρωποι των γραμμάτων και των τεχνών, καθώς και ισχυροί άνδρες. Η πόρνη είχε το σεβασμό όλων αυτών κι είχε αρνηθεί πολλές φορές να μοιραστεί την υπόλοιπη ζωή της πλάι σ’ έναν απ’ τους εραστές της. Η πόρνη άλλωστε ήταν σαγηνευτική κι επιπλέον διέθετε εκλεπτυσμένους τρόπους, σπάνιες ευαισθησίες και αξιοζήλευτη μόρφωση. Πάνω απ’ όλα όμως ήταν ένα ελεύθερο πλάσμα που δεν ανεχόταν κανενός είδους ζυγό. 

Μόλις αντίκρισε το βασιλιά να περπατά κατά το μέρος της, τον αναγνώρισε αμέσως. Τα γερακίσια μάτια του, το οστέινο πρόσωπο που θύμιζε Χριστό, η αδιόρατη θηλυπρέπεια που διέκοπτε την κατά τα άλλα αρρενωπή του όψη κι η έπαρση της αληθινής του ιδιότητας τον πρόδωσαν, παρά τα ευτελή του ενδύματα. Η πόρνη δεν έδειξε πως κατάλαβε ποιος της απηύθυνε το λόγο. Αποκρίθηκε έξυπνα, χωρίς να ταραχτεί από την παρουσία του ανώτατου άρχοντα. Ο βασιλιάς εντυπωσιάστηκε από τα λόγια και τη βαθιά, αισθαντική φωνή και μίλησε μαζί της κάμποση ώρα. 
Γρήγορα αισθάνθηκε γοητευμένος. Αυτή η γυναίκα ήταν ξεχωριστή. Πνευματώδης, γεμάτη αυτοπεποίθηση, καλλιεργημένη, ενήμερη για τα σπουδαία ζητήματα του βασιλείου, παράξενη, σχεδόν όμορφη, έτσι όπως εκείνος όριζε την έννοια της ομορφιάς.

Ο βασιλιάς πέρασε όλη τη νύχτα στο σαλόνι της πόρνης. Είχε άλλωστε καταλάβει πως δε θα έβρισκε πιο χρήσιμο άνθρωπο σ’ ολόκληρη την επικράτεια. Δεν έφτασε όμως στην κρεβατοκάμαρά της. Του άρεσε του γαλαζοαίματου να βρίσκεται γύρω από κοινούς θνητούς, αλλά όχι και μέσα τους. Καθισμένος σε μια μεγάλη πολυθρόνα, μοναχά κουβέντιασε με την πόρνη ο βασιλιάς, για διάφορα θέματα. Λίγο πριν το ξημέρωμα, εκείνος άφησε στη μέση μια εξαιρετική φιλοσοφική συζήτηση και βηματίζοντας γρήγορα γύρισε στο παλάτι. Και οι δύο συνέχισαν τη ζωή τους κανονικά, μετά απ’ αυτή τη νύχτα. Αλλά που και που, στιγμιαία, ο ένας συλλογιζόταν τη συνάντησή του με τον άλλο.

Πέρασαν μέρες και μέρες κι ένα βράδυ ο βασιλιάς αποφάσισε να βγει πάλι για να αναζητήσει την πόρνη. Έτσι κι έγινε. Η κουβέντα τους ξεκίνησε χωρίς εισαγωγές, ακριβώς απ’ το σημείο που είχε μείνει. Επεκτάθηκε σε διάφορα θέματα και λίγο πριν χαράξει ο βασιλιάς ζήτησε τη γνώμη της πόρνης για ένα κρίσιμο θέμα του κράτους. Η πόρνη, που εξακολουθούσε να συμπεριφέρεται σαν να αγνοούσε την ταυτότητα του συνομιλητή της, έδωσε λύση στο πρόβλημα. Μίλησε με σοφία κι ο βασιλιάς θαύμασε τα λεγόμενά της. Από ’κείνη τη νύχτα κι έπειτα ο βασιλιάς επισκεπτόταν συχνά την πόρνη.

Με τον καιρό, η πόρνη έγινε ο πιο έμπιστος άνθρωπος του βασιλιά. Άτυπα βέβαια.
Σε ’κείνη μόνο εκμυστηρευόταν ο βασιλιάς τις πιο κρυφές του σκέψεις κι όσα αισθανόταν. 
Ούτε εκείνος ούτε αυτή όμως αποκάλυπταν τις ιδιότητές τους, απέφευγαν κι οι δυο με μαεστρία να αναφέρουν τι έκαναν τις ώρες που δεν ήτανε μαζί. Οι νύχτες τους ήταν ζωοδότρες και για τους δύο και λίγο-λίγο οι ζωές τους άλλαξαν. Το παράξενο αυτό ζευγάρι βέβαια χωριζόταν πάντοτε πριν φανεί ο ήλιος. Ο βασιλιάς που πια συλλαμβανόταν συχνά αφηρημένος, δούλευε πολύ λιγότερο γιατί εκείνη του ’βρισκε εύκολα λύσεις στα ζητήματά του κι η πόρνη δε δούλευε καθόλου, γιατί κάθε βράδυ τον περίμενε μήπως εμφανιστεί στο κατώφλι της. Η πόρνη βέβαια δε δούλευε και για έναν ακόμα λόγο. Γιατί δεν ήθελε πια να πλαγιάζει με κανέναν. Είχε βρει επιτέλους την ιδέα του έρωτα στα μάτια του βασιλιά που σπίθιζαν όταν εκείνη του μιλούσε κι αυτό της ήταν αρκετό. Ύστερα, η πόρνη είχε ένα κομπόδεμα ικανό να τη συντηρεί χωρίς να χρειάζεται να ασκεί πια το επάγγελμά της.

Σιγά-σιγά βέβαια, η πόρνη άρχισε να λαχταρά την αγκαλιά του βασιλιά. Εκείνος όμως παρότι συνέχισε να την επισκέπτεται σχεδόν κάθε νύχτα κι ήταν πάντα εγκάρδιος απέναντί της, το μόνο που έδειχνε πως ήθελε απ’ αυτήν ήταν οι κουβέντες της και τίποτα περισσότερο. Η πόρνη άρχισε κάποτε να μαραζώνει, την πείραζε πια η απόμακρη στάση του άντρα που στοίχειωνε τις νύχτες, τις σκέψεις και τα όνειρά της, την πλήγωνε η απόρριψη στο βλέμμα του βασιλιά. Για πρώτη φορά ένας άντρας ήθελε το μυαλό αλλά όχι το σώμα της κι αυτό την εξαγρίωνε.  

Κι άρχισε, χωρίς να το καταλαβαίνει ούτε κι η ίδια, να γίνεται κάπως εριστική απέναντί του. 
Ήταν άλλωστε εύκολο για ’κείνη να του παραβγαίνει στα λόγια και μάλιστα να τον κερδίζει. 
Ένα βράδυ, πολύ καιρό μετά την πρώτη γνωριμία τους, η πόρνη ξεπέρασε τα όρια. Άρχισε να μιλά στο βασιλιά με λιγότερο σεβασμό απ’ ότι συνήθως. Τη νύχτα αυτή, κουβεντιάζοντας μαζί του, επιδείκνυε άφοβα τη διανοητική υπεροχή της, τον πλούτο των συναισθημάτων της, την εμπειρία της στη ζωή, την ευθύτητα και την ακρίβεια της κρίσης της.

Καθώς η νύχτα προχωρούσε κι ο βασιλιάς ήταν καθισμένος όπως κάθε φορά στο βελούδινο θρόνο που είχε για ’κείνον στη σάλα της η πόρνη, τα μάτια του εκτόξευαν σπίθες. Όχι όμως απ’ το συνηθισμένο θαυμασμό του για όσα άκουγε, αλλά, αντίθετα, από κάτι που σπάνια κυρίευε τον ήρεμο καθ’ όλα βασιλιά. Από θυμό. Κι όταν κάποια στιγμή θεώρησε μια απάντηση της πόρνης προσβλητικά ευφυή, εκείνος πετάχτηκε όρθιος, την κοίταξε καθώς ήταν σχεδόν ξαπλωμένη στο ντιβάνι απέναντί του και δύο σκέψεις διαδέχτηκαν αστραπιαία η μία την άλλη στο κεφάλι του. Πρώτα θέλησε να ορμήσει κατά πάνω της και να σκίσει κάθε ύφασμα που του ’κρυβε το κορμί της! Αντί γι’ αυτό, έμεινε ακίνητος κι ακούστηκε μονάχα η φωνή του σα βροντή: «πρόστυχη!».

Η πόρνη τίναξε πίσω τα μαλλιά της, έγειρε το κεφάλι της στο πλάι και του χαμογέλασε παιχνιδιάρικα. Τα μάτια της έλαμπαν περιμένοντας τον επόμενο βαρύ χαρακτηρισμό απ ’ το στόμα του άρχοντά της, όπως το πεινασμένο παιδί περιμένει το ζεστό καρβέλι. Ο βασιλιάς σάστισε απ’ την αντίδρασή της σε τέτοιο σημείο που τη ρώτησε πως ήταν δυνατόν να ταπεινώνει ένας άνδρας μια γυναίκα κι εκείνη να το απολαμβάνει.

Η πόρνη θα μπορούσε να εξηγήσει με χίλιους διαφορετικούς τρόπους τη στάση της αυτή. Να του μιλήσει για την οδύνη μιας γυναίκας που εξουσιάζεται χωρίς να το θέλει και την ηδονή της όταν εξουσιάζεται απ’ αυτόν που θέλει. Άκοπα θα μπορούσε να του μιλάει ως την ανατολή για το πως η βρισιά του είναι προσόν, ιδωμένη απ’ άλλη οπτική. Ακόμα, θα μπορούσε για ώρες να του λέει πως το μόνο που την ταπείνωνε ήταν το ότι εκείνος της στερούσε το άγγιγμά του. Θα μπορούσε λοιπόν να δικαιολογήσει την αντίδρασή της με τόσα λόγια που να γέμιζαν όλες οι υπόλοιπες νύχτες τους. Θα μπορούσε. Αλλά προτίμησε να πει μονάχα ένα. Αργά-αργά και ήσυχα.

-                                  «Μα, είμαι πόρνη!» είπε η πόρνη, «δεν το ήξερες;»
-                                  «Το ήξερα. Αλλά δεν ήθελα να το ακούσω», ψιθύρισε ο βασιλιάς.

Και μετά από σιωπή λίγων λεπτών, άξαφνα ούρλιαξε: «Δεν έχεις πλέον θέση στο βασίλειό μου. Φύγε!» 


Δεν υπάρχουν σχόλια: